Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βυζαρού — η αυτή που έχει μεγάλα βυζιά, μεγάλους μαστούς: Η γυναίκα του είναι μια βυζαρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυζαρού — η η βυζού* … Dictionary of Greek